- κατηγόρους
- κατήγοροςaccusermasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оглагольникъ — ОГЛАГОЛЬНИК|Ъ (16), А с. Обличитель, обвинитель: о оглагольницѣхъ хрьсти˫аньскыихъ образоборьцихъ. КЕ XII, 13б; не безъ испытани˫а приимати ог҃льникъ. (τοὺς κατηγόρους) Там же, 26б; ˫Ако не крыти никоѥмѹже хрьстиѧнѹ. ог҃льникъ еретичьскыихъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μέλητος — (5ος αι. π.Χ.). Πολιτικός με καταγωγή από την Αθήνα. Ήταν ένας από τους τρεις κατήγορους του Σωκράτη αν και ο τελευταίος δεν τον γνώριζε, ενώ συγχέεται με ομώνυμο τραγικό ποιητή της ίδιας εποχής. Είναι πιθανόν πάντως να ήταν ποιητής και ρήτορας… … Dictionary of Greek
Minuscule 424 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 424 Text Acts, CE, and Paul Date 11th century Script Greek … Wikipedia
Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… … Dictionary of Greek
καθύφεσις — καθύφεσις, ἡ (Α) [καθυφίημι] (για συνηγόρους ή κατηγόρους σε δίκη) λαθραία συμφωνία για εξαπάτηση τού δικαστηρίου, κρυφή συνεννόηση μεταξύ παραγόντων τής δίκης, καταπροδοσία τής δίκης … Dictionary of Greek
Άνυτος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Τιτάνας, θετός πατέρας της θεάς Δεσποίνης. II (5ος – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο. Αθηναίος πολιτικός. Γιος του Ανθεμίωνα, πλούσιος βυρσοδέψης. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν στρατηγός· κατηγορήθηκε όμως για… … Dictionary of Greek
Γαρδελίνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, που κατάγονταν από την Τρίπολη, αλλά ζούσαν στην Ύδρα. 1. Βασίλειος ή Κουτσόπουλος. Πολέμησε ως μπουλουξής σε μάχες στα Τρίκορφα, στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά, στη Γράνα, στο Λεβίδι κ.α. 2. Δημήτριος ή Πλατανιώτης.… … Dictionary of Greek
Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… … Dictionary of Greek